ιγμόρειος

ιγμόρειος
-α, -ο
«ιγμόρεια άντρα», κοιλώματα της πάνω γνάθου δεξιά και αριστερά της μύτης (από το όνομα του γιατρού Ίγμορ που τα μελέτησε).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιγμόρειος — ο 1. αυτός που διατυπώθηκε από τον Άγγλο γιατρό Χάιμορ, όνομα που είχε αποδοθεί στην ελλ. ως Ίγμορ 2. φρ. ανατ. «ιγμόρεια άντρα» κοιλότητες στο εσωτερικό τών οστών τής άνω γνάθου, αλλ. γναθιαίοι κόλποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνομα Άγγλου γιατρού… …   Dictionary of Greek

  • ιγμορίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου που επενδύει τις κοιλότητες των ιγμορείων κόλπων, δηλαδή των παραρινικών κόλπων. Οι τελευταίοι διακρίνονται στους μετωπιαίους, στους ηθμοειδείς, στους σφηνοειδείς και στους γναθιαίους κόλπους. Προσβάλλει σπάνια παιδιά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”